Χωριά & Οικισμοί του Δήμου:
ΣΜΑΡΙ
Αφήνουμε το Καστέλλι και οδηγούμε ΒΔ προς το Χωριό Αποστόλοι. Πριν την είσοδό μας στο χωριό, στα δεξιά μας, υπάρχει πινακίδα για Σμάρι, και αρχαιολογικό χώρο Σμαρίου. Ακολουθώντας τις πινακίδες και λίγο πριν το χωριό στα δεξιά υπάρχει δρόμος που οδηγεί προς την Ακρόπολη Σμαρίου.
ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΣΜΑΡΙΟΥ
ΜΟΝΗ ΚΑΛΛΕΡΓΗ
Πέντε περίπου χλμ, ΒΔ του Καστελλίου, βρίσκεται η μονή Καλλέργη. Υπάρχει σχετική πινακίδα και μέσα στο Καστέλλι αλλά και στην Δυτική του από τούυς Αποστόλους είσοδο. Το μέρος είναι όμορφο με νερό δένδρα και λουλούδια.
ΜΠΙΤΖΑΡΙΑΝΟ
Παραδοσιακός οικισμός του Δήμου Καστελλίου Πεδιάδος με 60 περίπου κατοίκους. Βρίσκεται σε υψόμ. 320μ. 3 περίπου χλμ. βόρεια από το Καστέλλι προς τη Χερσόννησο.
ΛΥΤΤΟΣ
(Φ20,21)
Κατα τον ιστορικό Πολύβιο, η Λύττος η Λύκτος, είναι η αρχαιότερη πόλη της Κρήτης.
Πάνω στα ερείπια της Λύκτου βρίσκονται σήμερα δυό πανέμορφες εκκλησίες, του Τιμίου Σταυρού και του Αγ. Γεωργίου. Στην εκκλησία του Αγ. Γεωργίου σώζεται κτητορικά επιγραφή με την χρονολογία ζωκθ΄ =1321, καθώς επίσης και σημαντικές τοιχογραφίες.
Χωριό του Δήμου Καστελλίου επαρχίας Πεδιάδος. Κτισμένο στις δυτικές υπόρειες των Λασηθιώτικων βουνών μεταξύ της κορυφής Αφέντης(1578μ.) και Σαρακηνού (1588μ.), στην πανέμορφη Γερακιανή Λαγκάδα, και σε υψόμετρο 520 μ., 10 χλμ ΝΑ του Καστελλίου.
ΚΑΣΤΕΛΛΙ
Εδρα του Δήμου Καστελλίου της επαρχίας Πεδιάδας.
Πρώην κοινότητα και χωριό Δήμου Καστελλίου με 280 κατοίκους, κτισμένο στους δυτικούς πρόποδες του όρους Αφέντης σε υψόμετρο 530 μ., 8 περίπου χλμ από το Καστέλλι.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ
Χωριό του Δήμου Καστελλίου με 490 περίπου κατοίκους. Βρίσκεται σε υψόμετρο 360 μ. και στο 32ο χλμ του δρόμου πρός Καστέλλι στη ΒΔ άκρη του Αποστολιανού Κάμπου, που είναι κατάφυτος από αμπέλια και ελαιώνες.
ΑΣΚΟΙ
Οικισμός του Δήμου Καστελλίου, με 315 κατοίκους.
Χωριό του Δήμου Καστελλίου με 433 κατοίκους. Βρίσκεται σε υψόμετρο 330μ, 1.5 χλμ. νοτιοδυτικά του Καστελλίου και 36 περίπου χιλιόμετρα από το Ηράκλειο.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ
Χωριό του Δήμου Καστελλίου με 365 κατοίκους, σε υψόμετρο 360 μ., 35 περίπου χλμ από Ηράκλειο και 5 χλμ. νοτιοδυτικά του Καστελλίου.
ΚΑΣΤΑΜΟΝΙΤΣΑ
Χωριό του Δήμου Καστελλίου σε υψόμετρο 520 μ., με 356 κατοίκους, 7 περίπου χλμ., από το Καστέλλι.
ΜΑΘΙΑ
Χωριό του Δήμου Καστελλίου με 215 κατοίκους. Βρίσκεται σε υψόμετρο 590 μ., στούς πρόποδες του όρους Αφέντης, (παρακλάδι της Δίκτης), 11 χλμ., νοτιοανατολικά του Καστελλίου.
ΚΑΡΟΥΖΑΝΑ ΠΑΝΩ ΚΑΙ ΚΑΤΩ
Δυό πανέμορφοι οικισμοί του Δήμου Καστελλίου Πεδιάδος αριστερά πηγαίνοντας πρός Καστέλλι , από τη Χερσόνησο, μέσα στην λαγκαδιά με καταπράσινο τοπίο.
Οικισμός του Δήμου Καστελλίου 700 μ., ΝΑ του Καστελλίου, με 200 περίπου κατοίκους, σε υψόμετρο 355 μ.
ΠΟΛΥΘΕΑ
Οικισμός του Δήμου Καστελλίου Πεδιάδος 500 μ. ΒΑ του Καστελλίου.
ΣΚΛΑΒΕΡΟΧΩΡΙ
Οικισμός του Δήμου Καστελλίου Πεδιάδος ΝΔ του Καστελλίου με 100 περίπου κατοίκους σε υψόμετρο 330 μ.
ΛΙΛΙΑΝΟ
Οικισμός του Δήμου Καστελλίου Πεδιάδος.
ΛΥΤΤΟΣ Η ΞΙΔΑΣ
Οικισμός του Δήμου Καστελλίου Πεδιάδος.
ΛΑΓΟΥ
Παραδοσιακός οικισμός του Δήμου Καστελλίου Πεδιάδος ανατολικά από το Σμάρι, σε υψόμετρο 400 μ.
Οικισμός του Δήμου Καστελλίου ΝΑ του Καστελλίου σε υψόμετρο 400 μ. με 120 περίπου κατοίκους.
Οικισμός του Δήμου Καστελλίου Πεδιάδος, 1 χλμ., δυτικά του Καστελλίου.
Οικισμός του Δήμου Καστελλίου σε υψόμετρο 490 μ.
Φωτογραφία:
Το χωριό Σμάρι, έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός Κρητικός οικισμός και σύμφωνα με την απογραφή του 1991, έχει περίπου 375 κατοίκους. Βρίσκεται 10 χλμ, ΒΔ του Καστελλίου.
Στο χωριό διακρίνει κανείς όμορφα αναπαλαιομένα πετρόχτιστα σπίτια, γραφικά στενάκια, και ερείπια παλιών κατοικιών. Επίσης λειτουργεί εργαστήριο κεραμικής τέχνης, όπου κατασκευάζονται αντίγραφα βυζαντινής και Μινωίτικης τέχνης.
Αξίζει κανείς να επισκεφθεί την εκκλησία του Σωτήρος Χριστού, την Κοίμηση της Παναγίας,
καθώς και τον Άγιο Γεώργιο με τις θαυμάσιες αγιογραφίες του.
Η παλαιότερη μνεία του οικισμού γίνεται σε έγγραφο του του 1375. Αναφέρεται από τον Fr. Barozzi το 1577, από τον Καστροφύλακα το 1583, από το Βασιλικάτα το 1630. Στην απογραφή του 1881, αναφέρεται σαν Σμάρι στο Δήμο Καστελλίου με 375 Χριστιανούς κατ. Στις 20 Ιουλίου, εορτή του Προφήτη Ηλία, γίνεται μεγάλο πανηγύρι με Κρητικό γλέντι και άλλες εκδηλώσεις.
Στην περιοχή γίνονται ακόμη ανασκαφές και τα ευρήματα ανήκουν σε διάφορες περιόδους από τη Μεσομινωική ΙΙ και μετά.
Η θέα από την Ακρόπολη είναι υπέροχη και μπορεί κανείς να διακρίνει, μέχρι τα βόρεια παράλια της περιοχής Γουβών. Ανατολικά της Ακρόπολης φαίνεται ο παραδοσιακός οικισμός Λαγού, ενώ κατηφορίζοντας πρός Σμάρι 100 μ. από την Ακρόπολη βρίσκεται το πανέμορφο εξωκκλήσι του Προφήτη Ηλία.
Μέσα στα δένδρα, αποτελεί πραγματική όαση για τον επισκέπτη. Δίπλα, υπάρχει η εκκλησία του Αγ. Γεωργίου, με θαυμάσιες αγιογραφίες. Μπροστά σας έχετε την ρεματιά του Λαγκού, τοπίο ιδιαίτερου φυσικού κάλλους.
Φωτογραφία:
Ο Ναός του Αγ. Ιωάννη ανακαινίστηκε το 1912, σύμφωνα με επιγραφή που υπάρχει στο κωδωνοστάσιο διατηρώντας αρχιτεκτονικά στοιχεία παλαιότερων εποχών.
Το μοναστήρι ανήκει στην ιερά μονή Βιδιανή του Οροπεδίου Λασιθίου και αγοράστηκε από τον Ηγούμενο Μεθόδιο Περάκη το 1874.
Πάντως κατα την προφορική παράδοση υπήρχαν και παλαιότερα μοναχοί στό μοναστήρι, το οποίο κατά τον Ι. Μ. Καραβελάκη χτίστηκε στα μέσα του περασμένου αιώνα στα ερείπια παλαιότερης μονής.
Μετά τον θάνατο των ανακαινιστών της, το 1912, η μονή εγκαταλείφθηκε και σε αυτό φαίνεται πως συνετέλεσε και μια φωτιά που έγινε το 1931 και κάηκαν περί τα 800 δένδρα.
Τα τελευταία πάντως χρόνια η μονή είναι καλοδιατηρημένη. Το κεντρικό κτήριο έχει επισκευαστεί και έχει μεταταπεί σε τράπεζα το θολωτό τμήμα της ΝΔ πλευράς. Επίσης υπάρχει και νεότερη εκκλησία κτισμένη έξω από τον περίβολο της μονής.
Φωτογραφία:
Όμορφο παραδοσιακό χωριό με πετρόχτιστα σπίτια, στενά δρομάκια και αυλές γεμάτες λουλούδια.
Για πρώτη φορά αναφέρεται στην απογραφή του 1881, Μπιζαριανώ, στο Δήμο Καστελλίου με 55 χριστιανούς κατ. Το 1920 γράφεται Μπιζαριανών και Τσίγκουνας, στον ίδιο δήμο με 122 κατ. Το 1951 μετονομάζεται σε Πηγή.
Η ονομασία οφείλεται στο επώνυμο των αποικιστών Μπιζαριανών.
Κοντά στο χωριό σε μιά ειδυλλιακή τοποθεσία, κοντά σε μιά πλούσια πηγή , με αιωνόβια πλατάνια βρίσκεται η παλαιά τρίκλιτη εκκλησία του Αγ. Παντελεήμονα.
Δύο σειρές τόξα που στηρίζονται σε κολώνες χωρίς κιονόκρανα, χωρίζουν τα κλίτη. Μια από τις κολώνες αποτελείται ολόκληρη από κιονόκρανα μεταφερμένα πιθανότατα από άλλους ναούς.
Ολόκληρος σχεδόν ο μεσημβρινός τοίχος είναι διακοσμημένος με επιγραφές από Βυζαντινά ανάγλυφα και σταυρούς. Πιθανότατα ο χώρος εχρησιμοποιείτο σε αρχαιότερες εποχές σαν Ασκληπιείο ή σαν ιερή πηγή.
Την εκκλησία κοσμούσαν τοιχογραφίες αρκετές από τις οποίες σώζονται ακόμη. Είναι από τις αρχαιότερες τοιχογραφίες της Κρήτης.
Φωτογραφία:
Βρίσκεται 1 χλμ. ΒΑ του σημερινού χωριού Λύττος του Δήμου Καστελλίου, που παλαιότερα λεγόταν Ξιδάς. Βρίσκεται σε ύψωμα 656μ. και πάνω στα ερείπιά της βρίσκονται σήμερα κτισμένες δύο εκκλησίες, ο Τίμιος Σταυρός και ο Άγιος Γεώργιος.
Η Λύττος πήρε αυτό το όνομα, κατά τον Στέφανο Βυζάντιο, από την υψηλή θέση στην οποία ήταν κτισμένη, πάνω σε γήλοφους στις δυτικές υπόρειες των Λασηθιώτικων βουνών.
Ο Ησίοδος την αναφέρει στην Θεογονία του σαν πλούσια χώρα της Κρήτης, καθώς επίσης και ο Όμηρος με το επίθετο ευκτισμένη, δηλαδή καλοκτισμένη.
Ακόμη αναφέρεται από τον Σκύλακα, τον Στράβωνα και τον Ιεροκλή στην Πολιτική του Γεωγραφία.
Σύμφωνα με τη Θεογονία του Ησίοδου, οι γονείς της έστειλαν τη Ρέαστη Λύκτο, να γεννήσει τον Δία.
Η Λύκτος ήταν από τις αρχαιότερες αποικίες των Λακεδαιμονίων. Την Δωρική καταγωγή της Λύκτου φανερώνει και νεώτερος τύπος του ονόματός της Καρνησόπολις. Το πήρε, κατά τον Ψιλάκη, από τη λατρεία του Καρνείου Απόλλωνος, πρός τιμή του οποίου ετελούντο αγώνες και εορτές.
Στον αποικισμό της Λύκτου εμπλέκονται και οι Αθηναίοι.
Κατά ένα μύθο του Πλούταρχου οι Τυρρηνοί κατέλαβαν τα νησιά Λήμνο και Ίμβρο και άρπαξαν γυναίκες Αθηναίες. Τα παιδιά που γεννήθηκαν διώχτηκαν από τους Αθηναίους και πήγαν στην Λακεδαίμονα όπου βοήθησαν τους Λακεδαιμόνιους στον πόλεμο κατά τον ειλώτων το 465 πΧ. καί αυτοί τους παρεχώρησαν πολιτικά δικαιώματα.
Γρήγορα όμως κατέστησαν ύποπτοι και τούς έκκλησαν φυλακή. Εκεί τούς επισκέφτηκαν οι γυναίκες τους αντάλλαξαν μαζί τους τα ρούχα τους και κατάφεραν ντυμένοι γυναικεία να δραπετεύσουν, ενώ οι γυναίκες παρέμειναν στην φυλακή, αναλαμβάνοντας τις συνέπειες.
Οι άντρες στην συνέχεια κατέλαβαν τον Ταύγετο και ξεσήκωσαν τους Είλωτες.
Οι Σπαρτιάτες φοβήθηκαν και ήρθαν σε συμφωνία μαζί τους. Τούς έδωσαν χρήματα και τις γυναίκες τους πίσω καθώς και πλοία για να φύγουν.
Πραγματικά έφυγαν με αρχηγούς τους Λακεδαιμονίους Πόλλιν, Δελφόν και Κροταίδαν και αποβιβάστηκαν στην Χερσόνησο, το μετέπειτα λιμάνι της Λύκτου.
Η Λύκτος πήρε μέρος και στον Τρωικό Πόλεμο, με στρατό. Είναι μάλιστα γνωστό πως ο αρχηγός των Λυκταίων ο Κοίρανος θυσίασε τον εαυτό του για να σώσει τον Ιδομενέα από το κοντάρι του Εκτωρα.
Η Λύττος αναδείχτηκε σε μια από τις μεγαλύτερες και ισχυρότερες πόλεις της Κρήτης.
Κυριάρχησε σε όλη την Ανατολική Κρήτη και κυρίως στις επαρχίες Πεδιάδος Μεραμβέλου, Μονοφατσίου, Βιάνου. Κυριαρχώντας από Βορρά μέχρι Νότο, αμφισβήτησε για πολύ καιρό την πρωτοκαθεδρία της Κνωσσού και γι αυτό το λόγο βρισκόταν πολύ συχνά σε πόλεμο μαζί της.
Το 343, η Κνωσσός κατέλαβε την Λύκτο, αλλά με την βοήθεια του βασιλιά της Σπάρτης Αρχιδάμου, οι Λύκτιοι ανακατέκτησαν την πόλη τους.
Το 220 και ενω οι Λύκτος ευρίσκετο σε πόλεμο με την Ιεράπυτνα, οι Κνώσιοι βρήκαν αφύλακτη την Λύκτο και την κατέλαβαν. Αιχμαλώτισαν τα γυναικόπεδα έκαψαν την πόλη και την ανέσκαψαν εκ θεμελίων. Οι Λύκτιοι δέν είχαν το κουράγιο να ξαναχτίσουν την πόλη τους. Φιλοξενήθηκαν με συμπάθεια από την Λάπα.
Με την βοήθεια της Σπάρτης η πόλη ξαναχτίστηκε και έγινε μια από τις ισχυρότερες πόλεις της Κρήτης.
Συμμάχησε μέ την Ιεράπετρα και την Ολούντα καθώς και με την Δρήρο. Πήρε μέρος στην συμμαχία των 30 πόλεων της Κρήτης υπο τον Ευμένη Β΄ βασιλιά της Περγάμου το 2ο π.Χ. αιώνα.
Κατά την ρωμαική περίοδο αντιστάθηκε στον Μέτελο, που την κατέλαβε με τα όπλα.
Οπως δείχνουν πολλές επιγραφές η Λύκτος διακρίθηκε και κατά την Ρωμαική περίοδο. Στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου βρισκονται τα αγάλματα του Μάρκου Αυρήλίου και του Τραιανού που βρέθηκαν στην Λύκτο.
Η πόλη της Λύττου είναι κτισμένη πάνω σε ύψωμα με διάφορες κορυφές και ελάχιστο επίπεδο έδαφος.
Σπουδαίο θέμα άξιο μελέτης, είναι τα κοινά συσίτια που γίνονταν στην Λύττο κατά τον Δωσιάδα τον Κρητικό.
Για την ύδρευσή της η Λύκτος είχε μεταφέρει το νερό της πηγής Κουρνιά, που βρίσκεται μεταξύ Κεράς και Κράσι, με υδραγωγείο, μέρος του οποίου ήταν σκαλισμένο σε βράχο. Επίσης εχρησιμοποιείτο μια τεράστια πέτρινη υδατογέφυρα, μέρος της οποίας σώζεται βορείως της Κασταμονίτσας. Ακόμη και σήμερα προκαλεί εντύπωση.
Η Λύκτος είχε κόψει κατά εποχές διαφόρων τύπων νομίσματα δικά της. Έμβλημα των νομισμάτων της ήταν ένας αετός με ανοιχτά φτερά, καθώς επίσης και κεφαλή αγριογούρουνου με την λέξη ΛΥΤΤΙΩΝ.
Μετά την συνθήκη του 113 πΧ, μεταξύ Λύκτου και Ιεράπυτνας και εις μνήμη της έστησαν στήλη στον ναό της Πολιάδας Αθηνάς που υπήρχε στην Λύκτο.
Πολλά είναι τα ευρήματα που έφερε στο φώς η αρχαιολογική σκαπάνη, όπως γλυπτά και επιγραφές, καθώς και δύο ψηφίσματα της πόλης των Λυττίων γραμμένα βουστροφηδόν.
Το 1951, βρέθηκε τετράγωνο αναθηματικό βάθρο, με ανάγλυφη παράσταση ήρωα, μπροστά σε άλογο και σκύλους που ορμούν σε ελάφι και ζαρκάδι και με την επιγραφή ΑΧΙΛΕΥΣ ΑΧΙΛΕΩΣ.
Η εκκλησία του Τιμίου Σταυρού είναι κτισμένη στη θέση μεγάλης παλαιοχριστιανικής Βασιλικής, δίπλα την αρχαία αγορά.
Το 1867, ο Αιγύπτιος Ομέρ Πασάς οδήγησε από την Γερακιανή Λαγκάδα τα στρατεύματά του και κατέστρεψε το Οροπέδιο του Λασιθίου, αφού δεν μπόρεσε να παραβιάσει τις φυλασσόμενες από τους επαναστάτες εισόδους Αμπέλου και Τσούλη Μνήμα.
Το όνομα πιθανολογείται από τον πρώτο οικιστή Γεράκη.
Στην επαρχία Πεδιάδας αναφέρεται το 1577 από το Fr. Barozzi, το 1583 από το Καστροφύλακα, και το 1630 από το Βασιλικάτα. Στην τούρκικη απογραφή του 1671, με 103 χαράτσια και στην Αιγυπτιακή του 1834 με 24 χριστιανικές οικογένειες.
Το 1881 αναφέρεται το Γεράκι στο Δήμο Παναγιάς με 293 Χριστιανούς. Τούρκοι δεν εκατοίκησαν στο Γεράκι.
Στο χωριό υπάρχει η βυζαντινή εκκλησία του Μιχαήλ Αρχαγγέλου με τοιχογραφίες. Επίσης στην εκκλησία υπάρχουν κινητές εικόνες του ζωγράφου Σέπη, το εργαστήριο του οποίου ήταν στη μονή Καρδιώτισσας.
Το Γεράκι σήμερα έχει 560 κατ, λειτουργεί πολιτιστικός σύλλογος με πολλές πολιτιστικές δραστηριότητες, κατά την διάρκεια κυρίως του καλοκαιριού. Την 26η Ιουλίου εορτή της Αγ. Παρασκευής, καθώς και την 8η Νοεμβρίου εορτή του πολιούχου Μιχαήλ Αρχαγγέλου, γίνονται παραδοσιακά Κρητικά γλέντια.
Από το Γεράκι επίσης ξεκινά μια υπέροχη διαδρομή ανάβασης προς το πανέμορφο εξωκλήσι της ΑΓΙΑΣ ΑΝΝΑΣ.
Πρόκειται για μια ανάβαση 13 περίπου χλμ. χωμάτινης διαδρομής την οποία συνιστούμε είτε με τα πόδια αν είστε δεινός πεζοπόρος, είτε με αυτοκίνητο με τετρακίνηση για να μπορέσετε άφοβα να περιπλανηθείτε στα μονοπάτια του βουνού.
Η θέα από το εκκλησάκι κάτω προς την Γερακιανή Λαγκάδα είναι υπέροχη. Οι εικόνες που εναλάσσονται στα μάτια σας μαγευτικές. Άγριο τοπίο, δασώδεις εκτάσεις με πρίνους και κέδρους, όμορφες εικόνες με αιγοπρόβατα και παραδοσιακες πετρόχτιστες μάντρες.
Στην εκκλησία υπάρχει πηγή με πόσιμο νερό και χώρος αναψυχής όπου μπορείτε να οργανώσετε υπαίθριο γεύμα.
Φωτογραφία:
Απέχει από το Ηράκλειο 36 χλμ. ακολουθώντας την διαδρομή Ηράκλειο - Κνωσσός - Σκαλάνι - Μυρτιά - Αποστόλοι - Καστέλλι.
Επίσης, η πρόσβαση στο Καστέλλι μπορεί να γίνει από το βόρειο άξονα της Κρήτης, μέσω Γουβών -Σμαρίου, ή από Χερσόνησο ακολουθώντας τη διακλάδωση δεξιά της εθνικής οδού, Ηρακλείου-Χερσονήσου (14 περίπου χλμ. υπέροχης διαδρομής).
Ο Καστροφύλακας το αναφέρει Pediada proprio με 543 κατοίκους το 1583 και στην τουρκική απογραφή του 1671 αναφέρεται Nefs Pediye με 150 χαράτσια.
Στην αιγυπτιακή απογραφή του 1834 αναφέρεται Kasteli με 18 χριστιανικές και 15 τούρκικες οικογένειες. Στην απογραφή του 1881 είναι έδρα ομώνυμου Δήμου, κατ. 526 Χριστιανοί και 118 Τούρκοι.
Το 1900 έχει 777 κατοίκους, το 1920 έδρα ομώνυμου αγροτικού δήμου με 831 κατοίκους, το 1928 έδρα ομώνυμης κοινότητας κατ. 930, το 1040 κατ. 1092, το 1951 κατ. 1380, το 1961 1351 και το 1971 κατ. 1152.
Το φρούριο από το οποίο πήρε το όνομα Καστέλλι ήταν πάνω στο μικρό λόφο που σήμερα είναι το Γυμνάσιο Καστελλίου.
Το Καστέλλι έπαιξε σημαντικό ρόλο σαν πρωτεύουσα της επαρχίας Πεδιάδος. Από οικονομική άποψη αποτέλεσε το εμπορικό κέντρο της περιοχής και μέσω παζαριού του Καστελλίου διακινούνταν τα προιόντα της περιοχής.
Το παζάρι γίνεται ακόμη και σήμερα κάθε Τετάρτη, σε κεντρικό δρόμο της πόλης.
Το Καστέλλι αποτέλεσε και πνευματικό κέντρο καθώς στο γυμνάσιό του φοιτούσαν όλοι οι νέοι των γύρω περιοχών και του Οροπεδίου του Λασηθίου.
Σήμερα το Καστέλλι αποτελεί μια σύγχρονη κωμόπολη 2000 κατοίκων, με οργανωμένες υπηρεσίες, για την άνετη εξυπηρέτηση, τόσο των δημοτών του όσο και των επισκεπτών του.
Ο Δήμος, οι σχολικές κοινότητες και ο πολιτιστικός σύλλογος διοργανώνουν αξιόλογες πολιτιστικές εκδηλώσεις κατά την διάρκεια του χρόνου. Οι σημαντικότερες πραγματοποιούνται τον Αύγουστο με την ονομασία "Γιορτή του Ξενιτεμένου" και περιλαμβάνουν συναυλίες, φολκλορική μουσική, εκθέσεις θεατρικά δρώμενα, καθώς επίσης το Καρναβάλι την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς.
Από το Ηράκλειο απέχει περίπου 43 χλμ. και η διαδρομή είναι: Καστέλλι -Λύττος-Κασταμονίτσα-Αμαριανό.
Η αρχαιότερη μνεία του τοπωνυμίου γίνεται σε έγγραφα του 1394-99 Amariano και Mariano.
Επίσης αναφέρεται στην επαρχία Πεδιάδος το 1577 από το Fr. Barozzi, από τον Καστροφύλακα το 1583 με 285 κατ. και από τον Βασιλικάτα το 1630.
Στην τούρκικη απογραφή του 1671 αναφέρεται με 105 χαράτσια. Στην αιγυπτιακή απογραφή του 1834, αναφέρεται με 15 χριστιανικές οικογένειες. Στην απογραφή του 1881 αναφέρεται Αμαριανώ στο Δήμο Καστελλίου με 312 Χριστανούς κάτοικους. Το 1900 αναφέρεται στον ίδιο Δήμο με 372 κατ. Το 1928 αναφέρεται σαν έδρα ομώνυμης κοινότητας με 381 κατ. Το 1940 αναφέρεται Αμαριανόν με 435 κατ., το 1951 με 407, το 1961 με 403 και το 1971 με 360 κατ.
Το τοπωνύμιο είναι ανδρωνυμικό. Αμαριανός λέγεται αυτός που κατάγεται από το Αμάρι της Ρεθύμνου. Συνεπώς οι πρώτοι κάτοικοι ήταν Αμαριανοί.
Η επαρχία αυτή ονομαζόταν την Β΄ Βυζαντινή περίοδο Απάνω Σύβριτος και η ονομασία Αμάρι αναφέρεται τα πρώτα χρόνια της Βενετοκρατίας. Η ίδρυση του χωριού πρέπει να χρονολογείται τους πρώτους αιώνες της Βενετοκρατίας.
Συνεπώς η ορθή γραφή είναι Αμαριανών, το χωριό των Αμαργιανών, όπως αναφερόταν στις προηγούμενες απογραφές.Το οικογενειακό επώνυμο Αμαριανός που υπάρχει και σήμερα Αμαργιανιτάκης, Αμαριώτης, αναφέρεται από το 16ο αιώνα. Το αναφέρει ο Καστροφύλακας το 1583. Στα περίχωρα είναι η εκκλησία του Αγ Γεωργίου του Κεφαλιώτη με τοιχογραφίες που βρίσκονται σε καλή κατάσταση.
Ο οικισμός είναι παραδοσιακός και έχει μια υπέροχηπλατεία με τρεχούμενα νερά και αιωνόβια πλατάνια.
Για τους επισκέπτες υπάρχουν καφενεία με ρακί και παραδοσιακούς μεζέδες, καθώς επίσης και ταβέρνες με παραδοσιακή και σύγχρονη κουζίνα.
Ο πολιτιστικός σύλλογος του χωριού οργανώνει εκδηλώσεις το καλοκαίρι, με αποκορύφωμα το παραδοσιακό Κρητικό γλέντι στις 15 Αυγούστου εορτή της Παναγίας και στις 20 Σεπτεμβρίου, εορτή του πολιούχου του χωριού Αγ. Ευσταθίου.
Φωτογραφία:
Το χωριό παράγει λάδι, σταφίδα, σουλτανίνα και επιτραπέζια σταφύλια, ενώ παλαιότερα πολλοί κάτοικοι ασχολούνταν με την βυρσοδεψία.
Παλαιότερα πολλοί κάτοικοι ασχολούνταν με την βυρσοδεψία.
Αρχαιότερη μνεία του τοπωνυμίου αναφέρεται σε συμβόλαιο του 1279, οπότε οι Sancti Apostolli et Sophoro (Ζωφόροι), ήταν φέουδο του βενετάρχοντα Leondardus Gradonicus και το δίδει παραχωρεί και ενοικιάζει στον Petro Quirino. Αναφέρεται επίσης σε έγγραφο του 1378 Apostoli
Το 1577 αναφέρεται στην επαρχία Πεδιάδος από το Fr. Barozzi, το 1583 από τον Καστροφύλακα και το 1630 από το Βασιλικάτα. Στην τούρκικη απογραφή του 1671 αναφέρεται με 125 χαράτσια ενώ στην αιγυπτιακή απογραφή του 1834 αναφέρεται με 16 χριστιανικές και 16 τουρκικές οικογένειες.
Το 1881 είναι στο Δήμο Καστελλίου με 419 χριστιανούς και 110 τούρκους κατοίκους. Το 1900 ειναι στον ίδιο Δήμο με 620 κατ., το 1920 είναι έδρα ομώνυμης κοινότητας με 555 κατ., το 1928 με 702 κατ., το 1940 με 716 κατ., το 1951 με 684 και το 1961 με 686.
Το όνομα του χωριού οφείλεται σε παλαιά εκκλησία των Αγίων Αποστόλων.
Στη θέση της κτίστηκε το 19ο αιώνα η σημερινή εκκλησία και εγκαινιάστηκε το 1876. Η εκκλησία του Αγ. Γεωργίου είναι βυζαντινή με τοιχογραφίες. Οπως αναφέρει η παράδοση, στην εκκλησία του χωριού τη νύκτα του Πάσχα συλλάβανε οι Τούρκοι το αρχηγό της επανάστασης της Ανατολικής Κρήτης Γεώργιο Βασιλάκη, ή Βασιλακογεώργη του 1841 και τον κρέμασαν σε μια συκιά .
Στο χωριό υπάρχουν παραδοσιακά καφενεία που προσφέρουν ρακί και στις 29 Ιουνίου, εορτή των Αγ. Αποστόλων, γίνεται παραδοσιακό Κρητικό γλέντι.
Φωτογραφία:
Βρίσκεται στους πρόποδες του όρους Δίκτη, σε απόσταση 11 χλμ. βορειοανατολικά του Καστελλίου και 45 χλμ, από το Ηράκλειο.
Αναφέρεται στην επαρχία Πεδιάδας το 1577 από το Fr. Barozzi Ascus, από τον Καστροφύλακα Ascus με 331 κατοίκους το 1583 και από το Βασιλικάτα (Μνημεία Κρητικής Ιστορ.) Ascus το 1630.
Στην αιγυπτιακή απογραφή του 1834 αναφέρεται Askus (Pashley, Tranelw in Ctete, II) με 20 χριστιανικές και 2 τουρκικές οικογένειες.
Το1881 αναφέρεται Ασκοί στο δήμο Καστελλίου, με 228 Χριστιανούς κατοίκους. Το 1900 είναι στον ίδιο δήμο με 283 Χριστιανούς κατοίκους. Το 1920 αποτελεί δική του κοινότητα με 378 κατ., το1928 με 356, το 1940 με 389, το 1951 με 427, το 1961 με 436 και το 1971 με 423 κατ. Το 1383 είναι φέουδο του Michael Quirino τα χωριά Laschi και το Avdu.
Κοντά στο χωριό σε απόκρημνη κορυφή ανακαλύφτηκε τυχαία πήλινο ειδώλειο λατρευτού Μεσομινωϊκών χρόνων. Στην κορυφή του υψώματος Αμυγδαλοκέφαλο, ΒΑ του χωριού υπάρχουν τα λείψανα μεγάλου οικοδομήματος Ιερού Κορυφής.
Σε συμβόλαιο του 1271, του συμβολαιογράφου του Χάντακα αναφέρεται ότι, ο Petri Cornarii, κάτοικος του χωριού (casali) Maski, οφείλει να δώσει στον Ruggerino Ternisano κάτοικο Χάντακα, 25 μιστάτα καλό κρητικό κρασί, από τα αμπέλια του παραπάνω χωριού Maski.
Θαυμάσιο τοπίο φυσικού κάλλους είναι το Ασκιανό Φαράγγι.
Στις 4 Δεκεμβρίου, εορτή της Αγ. Βαρβάρας, γίνεται παραδοσιακό γλέντι, ενώ στα καφενεία του χωριού μπορεί κανείς να δοκιμάσει παραδοσιακούς μεζέδες και ρακί.
Το χωριό ονομαζόταν παλιά Βαρβάρω και οφείλει την ίδρυσή του και το όνομά του στο ιστορικό γεγονός της εγκατάστασης στρατιωτών του Νικηφόρου Φωκά το 961.
Αναφέρεται Στην επαρχία Πεδιάδος από τον Καστροφύλακα Varvaro, με 37 κατοίκους το 1583 ενώ το 1834 αναφέρεται στην αιγυπτιακή απογραφή με 3 χριστιανικές και 10 τουρκικές οικογένειες.
Το 1881 αναφέρεται Βαρβάρω στο Δήμο Καστελλίου με 131 Χριστιανούς και 131 Τούρκους κατοίκους και το 1961 μετονομάστηκε σε Αρχάγγελο.
Στο κέντρο του χωριού υπάρχει η πανέμορφη εκκλησία του Μιχαήλ Αρχαγγέλου, καθώς επίσης και η βυζαντινή εκκλησία της Παναγίας με υπέροχες τοιχογραφίες. Μπορεί επίσης κανείς να δεί παραδοσιακούς ανεμόμυλους οι οποίοι βέβαια φέρουν έντονα τα σημάδια της εγκατάλειψης.
Στην τοποθεσία Τρόχαλος, βρέθηκαν κτίρια Υστερομινωικών Ι και ΙΙ περιόδου, με θησαυρό μινωικών εργαλείων.
Στο χωριό θα βρείτε καφενεία που σερβίρουν ρακί και παραδοσιακούς μεζέδες.
Στις 8 Νοεμβρίου, εορτή του Μιχ. Αρχαγγέλου, γίνεται παραδοσιακό γλέντι.
Φωτογραφία:
Το χωριό λεγόταν παλαιότερα Μουκτάροι η Μουχτάροι.
Αρχαιότερη μνεία του ονόματος αναφέρεται σε συμβόλαιο του 1381 αγοροπωλησίας σίτου. Το 1380 αναφέρεται στα αρχεία του δούκα της Κρήτης. Από το Fr. Barozzi, αναφέρεται το 1577 στην επαρχία Πεδιάδος. Το 1583 αναφέρεται από τον Καστροφύλακα με 274 κατ.
Στην τούρκικη απογραφή του 1671, αναφέρεται Muhtarus, με 122 χαράτσια. Στην αιγυπτιακή απογραφή του 1834 αναφέρεται με 30 χριστιανικές και 3 τούρκικες οικογένειες.
Για το τοπωνύμιο Μουκτάροι υπάρχουν διάφορες υποθέσεις. Κατά τον Ξανθουδίδη είναι αραβικό. Ο Αλεξίου υποστηρίζει ότι προέρχεται από την βυζαντινή λέξη μουρτάριοι = στασιαστές και ταραχοποιοί. Άλλοι το ετοιμολογούν από το Βυζαντινό επίθετο Μουρτάρος.
Αξίζει να επισκεφτεί κάποιος την βυζαντινή εκκλησία της Παναγίας.
Παραδοσιακό Κρητικό γλέντι γίνεται στις 6 Αυγούστου, εορτή της Μεταμόρφωσης.
Φωτογραφία:
Βρίσκεται στούς πρόποδες του όρους Αφέντης, (1578 μ.), παρακλάδι της Δίκτης.
Δεν αναφέρεται στις βενετσάνικες απογραφές του 16ου και 17ου αιώνα, ούτε στην τουρκική απογραφή του 1671.
Το όνομα ασφαλώς σχετίζεται με την Κασταμονή της Μ. Ασίας και ύστερα από πιθανούς διωγμούς των Τούρκων μετακόμισαν στην Κρήτη και έδωσαν το όνομα αυτό σε ανάμνηση της εκεί πατρίδας.
Πότε ακριβώς έγινε ο εποικισμός αυτός δεν γνωρίζουμε.
Η εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου, με τοιχογραφίες του 14ου αιώνα που σώζεται σήμερα στο νεκροταφείο του χωριού, είναι ένδειξη ότι ο εποικισμός έγινε τουλάχιστον την εποχή της Βενετοκρατίας. Σε αυτή την περίπτωση πάντως υπάρχει το πρόβλημα γιατί δεν αναφέρεται στις Βενετσάνικες απογραφές.
Πρώτη φορά απαντάται ο όνομα στην Αιγυπτιακή απογραφήτου 1834 Κασταμονίτσα, με 35 χριστιανικές οικογένειες. Τούρκοι κάτοικοι δεν αναφέρονται ούτε στην απογραφή του 1881, οπότε αναφέρεται στον Δήμο Καστελλίου με 320 χριστιανούς κατοίκους.
Η θέση του χωριού σην πρόσβαση πρός το οροπέδιο του Λασιθίου, φυσικό φρούριο της ανατολικής Κρήτης, ήταν αφορμή να γίνει πεδίο μαχών τον περασμένο αιώνα.
Ο Αιγύπτιος Χασάν Πασάς αποπειράθηκε να καταλάβει το Οροπέδιο τα τέλη του 1822. Οι επαναστάτες του έκοψαν το δρόμο από το Κράσι μέχρι την Κασταμονίτσα όπου έγιναν σφοδρές μάχες και αναγκάστηκε να αλλάξει πορεία πρός την Βιάννο και την Ιεράπετρα.
Οι μάχες στην περιοχή της Κασταμονίτσας επαναλήφθηκαν και κατά την επανάσταση του 1866-67 το Μάη του 67. Και ο Ομέρ Πασάς ο Ατίλας του Λασιθιού, αναγκάστηκε να ακολουθήσει το δύσβατο μονοπάτι από τη Γερακιανή Λαγκάδα που του υπόδειξε ένας προδότης.
Στη θέση Μεσάρμι βρέθηκαν λείψανα πήλινου χυτού ημιελλειψοειδούς τομής διαζώματος ή περίθυρου, πλάτους περίπου 0.25 μ., με πλοχμοειδή διακόσμηση, ενώ στην θέση Ξιδιανό Σελί, βρέθηκε σφαιρικό αγγείο από βαθυκίανο ύαλο.
Βόρεια του χωριού, σε απόσταση 4 χλμ., υπάρχει η Μεσάδα, τοπίο ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους, όπου γίνονται παραδοσιακές εκδηλώσεις την Τρίτη του Πάσχα.
Εκτός από τα παραδοσιακά καφενεία, υπάρχει στην πλατεία του χωριού ταβέρνα για φαγητό.
Λειτουργεί πολιτιστικός σύλλογος με πολλές δραστηριότητες, στην διάρκεια του καλοκαιριού, με σημαντικότερη την 7η Ιουλίου, εορτή της Αγ. Κυριακής οπότε διοργανώνεται παραδοσιακό Κρητικό γλέντι.
Φωτογραφία:
Η αρχαιότερη μνεία του χωριού αναφέρεται σε συμβόλαια του 1271, του συμβολαιογράφου του Χάντακα P. Scardon, όπου αναφέρονται προαγορές σίτου και κρασιού από κατοίκους του χωριού Mithie, πιθανότατα λανθασμένη γραφή του χωριού Μαθιά.
Στην επαρχία Πεδιάδος αναφέρεται το 1577 από τον Fr. Barozzi και το 1583 από τον Καστροφύλακα με 144κατοίκους. Το 1630 αναφέρεται από το Βασιλικάτα. Στην τούρκικη απογραφή του 1671 αναφέρεται με 19 χαράτσια.
Η ετυμολογία του τοπωνυμίου είναι από το βαπτιστικό γυναικείο όνομα Ματτία που στην κρητική διάλεκτο προφέρεται Μαθιά.
Το 1957 αποκαλύφθηκαν στην θέση Σταυρόπλακα, Μεσομινωικές τάφοι μέσα σε πίθους. Στη θέση Καταλείμματα, βορειοδυτικά του χωριού βρέθηκε οίκημα με Υστερομινωικά ευρήματα και σε απόσταση 200 μ., διαπιστώθηκε η ύπαρξη οικισμού με ισχυρά κτήρια πολυδώματα.
Ο οικισμός είναι παραδοσιακός, υπάρχουν οι βυζαντινές εκκλησίες Κοίμηση της Παναγίας και Άγιος Γεώργιος, με θαυμάσιες αγιογραφίες.
Στη θέσι Μετόχι, υπάρχει ένα θαυμάσιο τοπίο φυσικού κάλλους με τον ιστορικό πρίνο του Ισμαήλ Πασά, αιωνόβια πλατάνια, τρεχούμενο νερό και υποδομή για κατασκήνωση.
Επίσης μπορείτε να δείτε μια παλιά φάμπρικα, καθώς και εγκαταλελειμένους ανεμόμυλους.
Στα καφενεία του χωριού θα βρείτε ρακί με τους παραδοσιακούς μεζέδες της.
Λειτουργεί πολιτιστικός σύλλογος με πολλές δραστηριότητες, όλη την διάρκεια του χρόνου.Τήν Κυρική των Αγίων Πάντων (50 ημέρες μετά το Πάσχα), γίνεται μεγάλο παραδοσιακό πανηγύρι, με Κρητικό γλέντι και άλλες εκδηλώσεις.
Επίσης στην διάρκεια του καλοκαιριού διοργανώνονται παραδοσιακές Κρητικές βραδιές και θεατρικές παραστάσεις.
Φωτογραφία:
Οικισμοί με μεγάλη τουριστική κίνηση, με όμορφη θέα, όμορφα στενά δρομάκια, γραφικά καφενεδάκια και ταβερνούλες, όπου την καλοκαιρινή περίοδο διοργανώνονται Κρητικές βραδιές, με τοπικά μουσικά και χορευτικά συγκροτήματα.
Για πρώτη φορά αναφέρονται από το Χουρμούζη, το 1842, Επάνω Καρζανώ, Κάτω Καρζανώ, Πιτζαριανό, Μύλοι και Τσίγκουνα, κατοικούμενα από 34 χριστιανικές οικογένειες, με 5 εκκλησίες. Στην απογραφή του 1881 αναφέρονται στο Δήμο Καστελλίου Καρουζανώ με 105 Χριστιανούς κατοίκους.
Στην απογραφή του 1920 αναφέρονται σαν δυό χωριστοί οικισμοί στον αγροτικό δήμο Καρουζανών.
Η παλαιότερη μνεία του οικισμού γίνεται σε έγγραφο του Δουκικού Αρχείου του Χάντακα, το 1378. Σε άλλο έγγραφο του ίδιου αρχείου αναφέρεται σαν κάτοικος του χωριού ο G. Dochiano. Αξιοσημείωτο είναι το επώνυμο Δοκιανός- Δοκιανάκης, να διατηρείται ύστερα από 700 χρόνια στο ίδιο χωριό.
Ο Fr. Barozzi το αναφέρει το 1577 στην επαρχία πεδιάδος και ο Καστροφύλακας το 1583 με 127 κατοίκους.
Φωτογραφία:
Έτσι μετονομάστηκε το 1940, το χωριό Πηγαϊδούρι, που ετοιμολογικά προέρχεται από το υποκοριστικό της λέξης πηγάιδι, όπως λέμε το πηγάδι στην Ανατολική Κρήτη. Από τα πιο ωραία τοπωνύμια άλλαξε επειδή προφανώς συνέδεσαν την ετοιμολογία του ονόματος με το γαϊδούρι.
Με το όνομα Apigaiduri αναφέρεται από το Fr. Barozzi το 1577 στην επαρχία Πεδιάδος, καθώς και από τον τον Καστροφύλακα το 1583 με 674 κατ. και από τον Βασιλικάτα το 1630.
Στην τούρκικη απογραφή του 1671, αναφέρεται σαν Pigaiduri, με 115 χαράτσια. Το 1881 αναφέρεται σαν Πηγαϊδούρι στο Δήμο Καστελλίου με 206 χριστιανούς και 26 Τούρκους.
Σήμερα η Πολυθέα έχει σχεδόν ενωθεί με το Καστέλλι. Ο πληθυσμός της είναι 250 κάτοικοι.
Υπάρχουν ενοικιαζόμενα δωμάτια και στα καφενεία προσφέρεται ρακί με τους παραδοσιακούς μεζέδες της. Ο οικισμός γιορτάζει στις 15 Αυγούστου, εορτή της Κοίμησης της Θεοτόκου.
Φωτογραφία:
Ο οικισμός αναφέρεται για πρώτη φορά Sclavochorio σε έγγραφο του 1248.
Επίσης αναφέρεται σε έγγραφο του Δουκικού Αρχείου, του 1370 σαν φέουδο του Nic Pisani.
Στην επαρχία Πεδιάδος αναφέρεται το 1577 από το Fr. Barozzi, sclavochori και το 1583 αποδίδεται σωστά το όνομά του από τον Καστροφύλακα sclaveroghori.
Το τοπωνύμιο προέρχεται από το σκλαβέρι, είδος κουδουνιού που κρεμάμε στο λαιμό των προβάτων.
Φυσικά έχουν δοθεί και άλλες εκδοχές από λανθασμένη γραφή ως Σκλαβοχώρι.
Στο Σκλαβεροχώρι υπάρχει η εκκλησία των Εισοδίων της Θεοτόκου με πολύ σημαντικές και σε καλή κατάσταση τοιχογραφίες, των μέσων του 15ου αιώνα (χάραγμα 1481).
Φωτογραφία:
Δέν αναφέρεται στις βενετσιάνικες απογραφές ενώ αναφέρεται στην τούρκικη απογραφή του 1671. Το 1881 αναφέρεται Λιλιανώ στο Δήμο Καστελλίου με 93 κατοίκους.
Το τοπωνύμιο είναι ανδρωνυμικό, το χωριό δηλαδή των Λιλιανών και επομένως η σωστή γραφή του είναι Λιλιανώ .
Η τρίκλητη βασιλική που υπάρχει στο χωριό αφιερωμένη στον Αγ. Ιωάννη από τις πιο παλιές βασιλικές είναι κτισμένη τον 12ο με 13ο αιώνα, με πελεκητές πέτρες παρμένες προφανώς από παλαιότερα κτίρια.
Τα τρία της κλίτη με υψηλότερο το κεντρικό, επικοινωνούν με τόξα οξυκόρυφα, που στηρίζονται σε κολώνες ιωνικού ρυθμού.
Μπροστά είναι ο νάρθηκας, χαμηλότερος ανοικτός με μεγάλα τόξα μπροστά. Η πόρτα όπως και τα παράθυρα της εκλησίας είναι οξυκόρυφα.
Φωτογραφία:
Αναφέρεται σε έγγραφο του 1368 ως Ξιδάς.
Σστην επαρχία Πεδιάδος αναφέρεται από τον Μπαρότσι το 1577, από τον Καστροφύλακα το 1583 με 221 κατοίκους και από τον Βασιλικάτα το 1630. Το 1881 αναφέρεται στον Δήμο Καστελλίου με 417 χριστιανούς κατοίκους.
Το χωριό είναι κτισμένο στους πρόποδες του υψώματος που ήταν κτισμένη η αρχαία Λύκτος.
Στην θέση Χωματόλακος κατά την διάνοιξη του δρόμου αποκαλύφθηκε τάφος των υστέρων ρωμαϊκών χρόνων.
Βρέθηκαν δυό χρυσοί δακτύλιοι, ο ένας με δακτυλιόλιθο με παράσταση προτομή αυτοκράτορος. Επίσης βρέθηκε χάλκινος δακτύλιος, χάλκινα νομίσματα κλπ.
Φωτογραφία:
Δέν αναφέρεται στις Βενετσιάνικες απογραφές, αναφέρεται όμως στην τούρκικη του 1671. Ο Χουρμούζης Βυζάντιος το αναφέρει το 1842. Στην απογραφή του 1881 αναφέρεται Λαγού στο Δήμο Καστελλίου με 42 χριστιανούς κατοίκους.
Τελευταία με πρωτοβουλία του πολιτιστικού συλλόγου γίνεται μια προσπάθεια αναπαλαίωσης, των παραδοσιακών σπιτιών του οικισμου ώστε να χαρακτηριστεί πααδοσιακός.
Δεν αναφέρεται στις γνωστές βενετσιάνικες απογραφές, αναφέρεται όμως στην Τούρκικη απογραφή του 1671 σαν Αγ. Παρασκευή του Χούρδου με 17 χαράτσια.
Το 1881 είναι στο Δήμο Καστελλίου με 98 κατοίκους. Πιθανότατα είναι το χωριό Σάντα Βενεράντα που αναφέρει σε έγγραφό του αυτόγραφο ο καρδινάλιος Βησαρίων το 1463.
Το όνομα του χωριού προέρχεται από το επώνυμο των οικιστών του.
Το χωριό αναφέρεται το 1842 από το Χουρμούζη Βυζάντιο σαν Καρδουλιανό με 2 χριστιανικές και 5 τούρκικες οικογένειες και μια εκκλησία. Το 1920 γράφεται Καρδουλιανό στο Δήμο Καστελλίου.
Αναφέρεται από το Μπαρότσι το 1577 από τον Καστροφύλακα το 1583 και από τον Βασιλικάτα το 1630. Το 1881 είναι στο Δήμο Παναγιάς Πεδιάδος.
Είναι γενέτειρα πόλη του μητροπολίτη Τιρνόβου Βουλγαρίας Ιλαρίωνα Καμπανάρη, Σιναίτης όπου σώζεται και ο τάφος του. Ιερέας μορφωμένος με ευρεία αντίληψη ήθελε να μεταφράσει το ευαγγέλιο στην καθομιλουμένη.
Αρχή
Θέμα (φωτ)
Αρχική Σελίδα
Χάρτης Περιοχής
Χάρτης Ν.Ηρακλείου